- κουμπότρυπα
- ησχισμή στο ρούχο, στο παπούτσι κ.ά., μέσα από την οποία περνά και συγκρατείται το κουμπί, θηλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουμπότρυπα — και κομπότρυπα, η 1. η σχισμή σε ρούχο ή παπούτσι από την οποία περνά και συγκρατείται το κουμπί 2. τραύμα από μαχαίρι ή από σφαίρα όπλου … Dictionary of Greek
θηλυκουδάκι — το [θηλύκι] μικρή κουμπότρυπα … Dictionary of Greek
κομβιοδόχη — η κουμπότρυπα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομβίον + δόχη (< δέχομαι*), πρβλ. καπνο δόχη, τεφρο δόχη. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. τ. boutonniere και μαρτυρείται από το 1858 στο περιοδικό σύγγραμμα Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
κομποθήλυκον — κομποθήλυκον, τὸ (Μ) 1. κούμπωμα, θηλυκωτήρι 2. στον πληθ. τὰ κομποθήλυκα α) δακτυλιόσχημες υποδοχές για το κουμπί ή για άλλο όργανο συνδέσεως β) οι λινές ή βαμβακερές ταινίες, φιτίλια που τοποθετούσαν πάνω σε πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (ΙΙ) +… … Dictionary of Greek
κούμπωμα — το (Α κόμβωμα) νεοελλ. η σύνδεση, η προσαρμογή κουμπιού στην κουμπότρυπα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) στόλισμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) στον πληθ. τὰ κομβώματα καλλωπίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κούμπωμα < κουμπώνω, ενώ ο τ. κόμβωμα < κομβῶ] … Dictionary of Greek
μπουτονιέρα — και μπουτουνιέρα, η 1. κουμπότρυπα 2. μικρή διακοσμητική ανθοδέσμη για το πέτο ή για τον γιακά σακακιού ή για το ντεκολτέ γυναικείου φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bottoniera < γαλλ. boutonniere < γαλλ. bouton «κουμπί»] … Dictionary of Greek
ξεκούμπωμα — το άνοιγμα με βγάλσιμο κουμπιού από την κουμπότρυπα, ξεθηλύκωμα … Dictionary of Greek
θηλιά — η 1. κουμπότρυπα: Οι θηλιές είναι μικρές και δεν κουμπώνει το παλτό. 2. είδος παγίδας, βρόχι. 3. πόντος, κόμπος στο πλέξιμο: Μετράει τις θηλιές όταν πλέκει. – Της έφυγαν δυο θηλιές κι έγινε τρύπα στην κάλτσα της. 4. φρ., «Bάζω τη θηλιά στο λαιμό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονκάρδα — κονκάρδα, η και κογκάρδα, η και κοκάρδα, η (λ. ιταλ. ή γαλλ.) 1. μικρός ρόδακας στο καπέλο ή στην κουμπότρυπα που φέρεται ως σήμα. 2. το εθνόσημο στα στρατιωτικά πηλήκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)